Αφήνοντας πίσω την θάλασσα και τον οικισμό της Βίβλου, ανάμεσα σε ελαιώνες και χωραφιές, στο τέλος του κακοτράχαλου δρόμου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά το κτήμα Κορρέδες.
Τα διαμορφωμένα πλατώματα του κτήματος μαρτυρούσαν το τελευταίο ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή καθώς πίσω ξεκίναγε να αναπτύσσεται το ορεινό σύμπλεγμα της Νάξου. Τα δυο επίπεδα του γηπέδου αναπτύσσονται γραμμικά, με μικρό βάθος, στον άξονα Βορρά – Νότου με τη δυτική πλευρά να βρίσκεται παράλληλα στη θέα προς τη θάλασσα επιτρέποντας οπτικές φυγές πέρα από τη χώρα, τη Βίβλο και την Πάρο. Τα όρια του ανατολικού τμήματος, δυσδιάκριτα από την πυκνή βλάστηση δημιουργούν μια ροική συνέχεια με το βουνό, οδηγώντας το μάτι μέσα από ένα χρυσοπράσινο χαλί, μέχρι τον ουρανό.
Από τα ξεχωριστά μορφολογικά χαρακτηριστικά του τόπου εμπνέετε και η κεντρική ιδέα της σύνθεσης. Μια λευκή γραμμική χάραξη ξεκινάει από το χαμηλότερο πλάτωμα του οικοπέδου, δημιουργώντας μια βάση που εκτείνεται προς τον ορίζοντα και στη συνέχεια σβήνει ομαλά πίσω στο φυσικό ανάγλυφο. Πάνω στη βάση αυτή εδράζεται η κατοικία, αποτελούμενη από ένα σύνολο κυβικών μορφών που δημιουργούν ένα γλυπτικό αυτοτελές σύνολο. Το κτίριο ισορροπεί απαλά πάνω στην τεχνητή βάση και τη φυσική πλαγιά. Η λευκή φιγούρα του κτιρίου ανοίγει ένα συνεχή διάλογο με το τοπίο, γυρίζοντας άλλοτε του μάζα του, ερμητικά κλειστή, προς αυτό και άλλοτε αφήνοντας το να τη διαπεράσει τελείως.